- καρύδα
- ημεγάλο καρύδι ή ινδικό καρύδι: Είχα καιρό να φάω καρύδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
ναργέλλιον — ναργέλλιον, τὸ και, δ. γρφ., ἀργέλλια, τὰ (Μ) κοκοφοίνικας, καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < περσ. nārgīl «ινδική καρύδα»] … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
καρυδολιά — η ποικιλία χοντρής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρύδα + ελιά] … Dictionary of Greek
κοκοκάρυο — το βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο,… … Dictionary of Greek
φοινικοκάρυο — το, Ν βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, η καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + κάρυο] … Dictionary of Greek
Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από … Dictionary of Greek